αχλεύαστος

αχλεύαστος
-η, -ο
αυτός που δε χλευάστηκε, ο απεριγέλαστος: Είχε το ελάττωμα να μην αφήνει άνθρωπο αχλεύαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχλεύαστος — η, ο (AM ἀχλεύαστος, ον) αυτός που δεν τον έχουν χλευάσει ή δεν είναι δυνατόν να τον χλευάσουν …   Dictionary of Greek

  • αμυκτήριστος — η, ο αυτός που δεν μυκτηρίστηκε, δεν περιγελάστηκε, αχλεύαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + αρχ. μυκτηρίζω «περιγελώ κάποιον στρέφοντας προς αυτόν τη μύτη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”